Όλαφ

Όλαφ
Όνομα έξι βασιλιάδων της Νορβηγίας. 1. Ό. A’ Τρύγκβεσσαιν (995-1000). Μεταστράφηκε στον χριστιανισμό και επέβαλε τη νέα θρησκεία στη Νορβηγία, στην Ισλανδία και στη Γροιλανδία. Σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον συνασπισμού των Δανών, των Σουηδών και των υποτελών τους. 2. Ό B’ Χάραλντσαιν (1016-1030). Άγιος. Αποκατέστησε τον χριστιανισμό που είχε καταδιωχθεί από τους διαδόχους του Όλαφ A’ και αναδιοργάνωσε πολιτικά και διοικητικά τη χώρα του, που μαστιζόταν από εμφύλιους πολέμους. Ηττήθηκε από τον Κανούτο B’ τον Μεγάλο της Δανίας και εκθρονίστηκε. Τιμάται ως εθνικός ήρωας και άγιος προστάτης της χώρας του. 3. Ό. Γ’ Κύρε, ο λεγόμενος Ειρηνικός (1066-1093). Γιος του Χάραλντ Χαιρντραίντ. Βασίλευσε σχετικά ειρηνικά. Ίδρυσε το Μπέργκεν. 4. Ό. Δ’ Μάγκνουσσαιν (1103-1115). Βασίλευσε μαζί με τους αδελφούς του Άυσταϊν και Σίγκουρντ, αλλά πέθανε πριν από αυτούς. 5. Ό. E’ (1370-1387). Γιος του Χάκωνα ΣΤ’ και της Μαργαρίτας της Δανίας. Βασίλευσε, με τον τίτλο του βασιλιά της Δανίας (1375) και της Νορβηγίας (1380), με την αντιβασιλεία της μητέρας του, αλλά πέθανε πριν από αυτή. 6. Ό. ΣΤ’ (1903). Γιος του Χάκωνα Z’, διαδέχτηκε τον πατέρα του το 1957. Ήταν αρχιστράτηγος των νορβηγικών ενόπλων δυνάμεων κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Άουκρουστ, Όλαφ — (Olav Aukrust, 1883 – 1929). Νορβηγός ποιητής, δημοδιδάσκαλος και διευθυντής ανωτάτης λαϊκής σχολής. Στα ποιήματά του Ουράνιο Χάραμα (1916), Τοόρος Ελώμ (1926) και Χαραυγή (1930, μεταθανάτιο), υμνεί τη βόρεια φύση, σύμβολο μιας μυστικής… …   Dictionary of Greek

  • Βαλίν, Γιόχαν Όλαφ — (Johan Olaf Wallin, Στόρα Τούνα 1779 – Ουψάλα 1839). Σουηδός επίσκοπος και ποιητής. Για πολύ καιρό ήταν πρωθιερέας της Στοκχόλμης και από το 1837 αρχιεπίσκοπος της Ουψάλα. Έγραψε περιστασιακά ποιήματα με τα αισθητικά κριτήρια και προτιμήσεις των… …   Dictionary of Greek

  • Κέλσιος, Όλαφ — (Olaf Celsius 1716 – 1794). Σουηδός ιστορικός. Διετέλεσε καθηγητής της ιστορίας στην Ουψάλα και το 1777 εξελέγη επίσκοπος της Λουντ. Το 1786 έγινε μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας. Το σημαντικότερο από τα έργα του τιτλοφορείται Βιβλιοθήκη της… …   Dictionary of Greek

  • Μπέργκμαν, Τόρμπερν Όλαφ — (Olaf Bergman Torbern, Καταρίνεμπεργκ 1735 – Μεντέβι 1784). Σουηδός επιστήμονας. Σπούδασε στην Ουψάλα και ασχολήθηκε αρχικά με τη φυσική ιστορία, και ιδιαίτερα με τη ζωή των μελισσών και των άλλων εντόμων. Κατόπιν επιδόθηκε σε ενδιαφέρουσες… …   Dictionary of Greek

  • Νταλίν, Όλαφ φον- — (Olof von Dalin, Βίνμπεργκ 1708 – Ντρότνινγκχολμ 1763). Σουηδός συγγραφέας. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Λουντ, όπου διατέλεσε μαθητής του καρτεσιανού επίσκοπου Ριντέλιους, εγκαταστάθηκε στη Στοκχόλμη. Ερμηνευτής και εκλαϊκευτής του… …   Dictionary of Greek

  • Ντουν, Όλαφ — (Olav Duun, Φόσνες, Νορντ Τρέντελαγκ 1876 – Τένσμπεργκ, Βέστφολντ 1939). Νορβηγός συγγραφέας. Γιος χωρικών, ήταν και ο ίδιος αγρότης και ψαράς έως το 1904, οπότε έγινε δάσκαλος. Η σκληρή ζωή πλάι στη γη και στα λαϊκά έθιμα του πρόσφεραν το υλικό… …   Dictionary of Greek

  • Ρέμερ, Όλαφ — (Rφmer, Όρχους 1644 – Κοπεγχάγη 1710). Δανός αστρονόμος. Στο Παρίσι διετέλεσε μαθητής του Ζαν Πικάρ (1620 1682) και παιδαγωγός του διάδοχου του θρόνου. Όταν επέστρεψε στη Δανία διορίστηκε διευθυντής του αστεροσκοπείου που είχε ιδρύσει ο Δανός… …   Dictionary of Greek

  • Σλέτο, Όλαφ — (Sletto). Νορβηγός συγγραφέας (1886 1963). Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα με το έργο Οι γέροι (1908), που είναι εμπνευσμένο από την ήρεμη και ειρηνική ζωή της υπαίθρου, με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Άλλο αξιόλογο έργο του είναι η… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”